- προδιαμασώμαι
- -άομαι, Αμασώ προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαμασῶμαι «μασώ, καταμασώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek